- ρακιοσυρραπτάδης
- ὁ, Α1. αυτός που μαζεύει, που συγκεντρώνει και συρράπτει κουρέλια2. (ως σκωπτική προσωνυμία τού Ευριπίδου) αυτός που ντύνει τους ήρωές του με κουρέλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκιον + συρράπτω + κατάλ. -άδης (πρβλ. συλλεκτ-άδης)].
Dictionary of Greek. 2013.